MENU CLOSE
f-anazitisi logo

10 Φεβρουαρίου 2025 Cranberry: Ο ρόλος του στην πρόληψη και αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων

Cranberry: Ο ρόλος του στην πρόληψη και αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων

Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι ο δεύτερος πιο συχνός τύπος βακτηριακών λοιμώξεων παγκοσμίως. Ο κίνδυνος για την απόκτηση συμπτωματικής ουρολοίμωξης είναι περίπου 12% στους άνδρες και 50% στις γυναίκες, με ποσοστό υποτροπής μετά από έξι μήνες περίπου 40%(1).

Το ουροπαθογόνο Escherichia coli είναι ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας για την πλειονότητα των ουρολοιμώξεων, και προκαλεί περίπου το 85% των περιστατικών κυστίτιδας. Συμβατικά, η χρήση αντιβιοτικών για τη θεραπεία αυτής της παθολογίας έχει ισχυριστεί ότι είναι πολύ αποτελεσματική, αλλά μπορεί να προκαλέσει επικράτηση αντίστασης μεταξύ των ουροπαθογόνων και άλλες δυσμενείς παρενέργειες, όπως βλάβη στο εντερικό μικροβίωμα(1).

Ως αποτέλεσμα, οι επιστήμονες αναζητούν συνεχώς νέες στρατηγικές και φυσικές θεραπευτικές εναλλακτικές για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης βακτηριακής αντοχής στα αντιβιοτικά και των υψηλών ποσοστών υποτροπής(2).

Στην f-anazitisi και την ενότητα «Φάρμακο & Συμπληρώματα διατροφής», περιλαμβάνονται περισσότερα από 500 συμπληρώματα διατροφής/βότανα, συμπεριλαμβανομένων όσων βοηθούν στην πρόληψη και αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων, όπως το Cranberry.

Case study: Cranberry

Το κράνμπερι είναι άφθονο σε θρεπτικά συστατικά και πολλές βιοδραστικές ενώσεις που έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες, όπως φυτοχημικά συστατικά που περιλαμβάνουν φαινολικά οξέα, ανθοκυανίνες, φλαβόνες, φλαβονοειδή και οργανικά οξέα. Η υψηλή περιεκτικότητά τους σε πολυφαινόλες, αιτιολογεί τη χρήση του σε διάφορες παθήσεις, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι ογκολογικές ασθένειες, αλλά και αρκετές μικροβιακές λοιμώξεις, όπως οι ουρολοιμώξεις(4).

Διατίθεται σε διαφορετικές μορφές όπως χυμός, εκχύλισμα, κάψουλες, δισκία και φακελίσκοι, με συνιστώμενη δοσολογία 500mg 1-2 φορές ημερησίως.

Μηχανισμός δράσης στην πρόληψη και διαχείριση των ουρολοιμώξεων

Οι μηχανισμοί που συνεπάγονται τα προληπτικά αποτελέσματα της κατανάλωσης κράνμπερι έναντι των ουρολοιμώξεων δεν έχουν διαλευκανθεί πλήρως και έχουν προταθεί αρκετές υποθέσεις:

  • Τις πιο πρόσφατες δεκαετίες, οι προανθοκυανιδίνες, θεωρούνταν υπεύθυνες για αυτά τα προληπτικά αποτελέσματα έναντι των ουρολοιμώξεων, αποτρέποντας την προσκόλληση του ουροπαθογόνου Escherichia coli στον ουρογεννητικό βλεννογόνο(1,2).
  • Η D-μαννόζη έχει επίσης αναφερθεί ότι αναστέλλει την προσκόλληση του E. coli στα ουροεπιθηλιακά κύτταρα in vitro, ενώ η βιταμίνη C και η φρουκτόζη έχουν επίσης προταθεί ως δραστικές ενώσεις κατά των ουρολοιμώξεων καθώς προάγουν αλλαγές στις φυσικές ιδιότητες των ούρων (όπως η οξίνιση)(1).

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με αρκετές μελέτες, οι πολυφαινόλες των κράνμπερι και ειδικότερα οι μεταβολίτες τους που προέρχονται από μικρόβια, υποστηρίζεται ότι λειτουργούν στη φάση της βακτηριακής προσκόλλησης στα ουροεπιθηλιακά κύτταρα, απενεργοποιώντας ή αναστέλλοντας την προσκόλληση του E. coli και, επομένως, αποτρέποντας την εξέλιξη των ουρολοιμώξεων. Μια άλλη υπόθεση σχετικά με τους μηχανισμούς δράσης των φλαβονοειδών και φαινολικών οξέων του κράνμπερι έναντι των ουρολοιμώξεων είναι ότι τα συστατικά του (δηλαδή οι προανθοκυανιδίνες τύπου Α και οι μεταβολίτες τους) θα αλληλεπιδράσουν με τη μικροχλωρίδα του εντέρου, ρυθμίζοντας την σύνθεση ή/και τη λειτουργικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτραπεί ο βακτηριακός αποικισμός(1).

Ασφάλεια χορήγησης

Με βάση τις περισσότερες κλινικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί για τις ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλεί η χορήγηση του κράνμπερι, προκύπτει ότι είναι γενικώς καλά ανεκτό, με πιο συχνές τις ανεπιθύμητες ενέργειες από το γαστρεντερικό σύστημα (κυρίως διάρροια) ως αποτέλεσμα αυξημένης ημερήσιας πρόσληψης. Αντιφατικά είναι τα δεδομένα σχετικά με το ρόλο του κράνμπερι στο σχηματισμό πέτρας στα νεφρά. Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι ασθενείς με ιστορικό ανάπτυξης λίθων ουρικού οξέος ή οξαλικού ασβεστίου διατρέχουν κίνδυνο όταν καταναλώνουν προϊόντα κράνμπερι, συνεπώς τους συγκεκριμένους ασθενείς συνιστάται η χορήγηση κατόπιν ιατρικής συμβουλής(3).

Όσον αφορά ειδικούς πληθυσμούς, όπως οι έγκυες γυναίκες, σύμφωνα με τις μελέτες δεν προκύπτουν προγεννητικές επιπλοκές ή συγγενείς δυσπλασίες μετά τη χρήση του κράνμπερι κατά τη διάρκεια της κύησης. Αντίστοιχα, δεν έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες ενέργειες στα νεογνά που θηλάζουν(5). Ωστόσο, η κατανάλωση των προϊόντων με κράνμπερι θα πρέπει να γίνεται με μέτρο γιατί δεν μπορούν να αποκλειστούν πιθανοί κίνδυνοι.

 

Πηγές

  1. de Llano, DG, Moreno-Arribas, MV, Bartolomé, B. (2020). Cranberry Polyphenols and Prevention against Urinary Tract Infections: Relevant Considerations. Molecules, 25(15):3523. https://doi.org/10.3390/molecules25153523
  2. Güven, O, Sayılan, S, Tataroğlu, Ö, Hökenek, NM, Keleş, DV. (1992). Antibiotic versus cranberry in the treatment of uncomplicated urinary infection: a randomized controlled trial. Rev Assoc Med Bras, 70(1):e20230799. https://doi.org/10.1590/1806-9282.20230799
  3. Madden, E, McLachlan, C, Oketch-Rabah, H, Calderón, AI. (2021). Safety of Cranberry: Evaluation of Evidence of Kidney Stone Formation and Botanical Drug-Interactions. Planta Med, 87(10-11):803-817. https://doi.org/10.1055/a-1497-6241
  4. Nemzer, BV, Al-Taher, F, Yashin, A, Revelsky, I, Yashin, Y. (2022). Cranberry: Chemical Composition, Antioxidant Activity and Impact on Human Health: Overview. Molecules, 27(5):1503. https://doi.org/10.3390/molecules27051503
  5. Sarecka-Hujar, B, Szulc-Musioł, B. (2022). Herbal Medicines—Are They Effective and Safe during Pregnancy?. Pharmaceutics, 14(1):171. https://doi.org/10.3390/pharmaceutics14010171

 

Image by Adobe Stock (https://stock.adobe.com/images/cranberries/60745094)